Η περίπτωση του εμβολιασμού για την covid-19 και των περιβόητων πια παρενεργειών του εμβολίου της εταιρείας AstraZeneca, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον case study για τη διαχείριση επικοινωνιακών κρίσεων.
Η κρίση εδώ έγκειται στο γεγονός ότι από τη μία μεριά είναι μεγάλη ανάγκη ο κόσμος να εμβολιαστεί για να επιτευχθεί ένας σημαντικός βαθμός ανοσίας ενώ από την άλλη δημοσιεύματα και αντικρουόμενες αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο δημιουργούν φόβο σε ευρείες μάζες για ένα από τα διαθέσιμα εμβόλια.
Με αφορμή το πλήθος αντικρουόμενων μηνυμάτων από διάφορες πλευρές (διεθνείς ρυθμιστικοί φορείς, Ευρωπαϊκή Ένωση, εγχώριοι υγειονομικοί φορείς, διαμορφωτές γνώμης κα.) συχνά οι αρμόδιοι spokespeople ακολουθούν μια τακτική εσκεμμένης αμφισημίας για να κερδίσουν χρόνο χωρίς παράλληλα να εγκαταλείπουν την προσπάθεια να περάσουν το μήνυμα της διαφάνειας και του γεγονότος ότι η κατάσταση είναι υπό πλήρη έλεγχο.
Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι όχι μόνο να μην πείθεται ο κόσμος και να μην κατευνάζονται οι ανησυχίες του, αλλά να δημιουργείται επιπλέον η αίσθηση ότι η ασφάλεια των πολιτών περνάει σε δεύτερη μοίρα, δηλαδή το απολύτως αντίστροφο μήνυμα από το επιθυμητό!
Προφανώς το ζήτημα διογκώνεται λόγω του αυξημένου ρόλου που διαδραματίζουν τα social media στον σύγχρονο δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, αυτό είναι μια παράμετρος που η σύγχρονη θεωρία και πρακτική της διαχείρισης κρίσεων οφείλει να τη λάβει υπόψη της. Τα περιθώρια λάθους είναι πιο στενά από ποτέ και οι χρόνοι αντίδρασης ακόμα πιο πιεστικοί.
Το δίδαγμα είναι το εξής: οι δημόσια εκπεφρασμένες διχογνωμίες πάνω στα βασικά μηνύματα που εκπέμπει ο κάθε κρατικός μηχανισμός αναδεικνύουν τη σημασία στενότερου συντονισμού και της ενιαίας γραμμής επικοινωνίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων κατά την περίοδο αντιμετώπισης και διαχείρισης μιας κρίσης. Διότι και στην διαχείριση κρίσεων, τα πάντα είναι matter of perception.